- εδέησε
- εδέησε (γ' εν. αόρ. του αρχ. ρ. δέω, ως απρόσ.)——————Σημειώσεις:εδέησε : σε εκφράσεις όπως: εδέησε να 'ρθεις! (→ επιτέλους ήρθες!).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐδέησε — δέω 2 lack aor ind act 3rd sg δεῖ there is need aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek